- ελεεινολόγηση
- ηο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αξιολύπητου, η ελεεινολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελεεινολογία — η η ελεεινολόγηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλάνισμα — το, ατος και ταλανισμός, ο 1. ελεεινολόγηση, κακοτύχισμα. 2. ταλαιπωρία, βασάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)